Η τέχνη ως μια ανώτερη πνευματική διαδικασία εκτός από το να μας ψυχαγωγεί συμβάλλει πολλές φορές ως δίαυλος επικοινωνίας στην διάδοση και την εμπέδωση των αξιών και των στόχων των ανθρωπιστικών επιστημών, αναδεικνύοντας τα μείζονα προβλήματα της εποχής της. Η αμφιλεγόμενη για το κοινό ταινία «Joker» ήρθε στις οθόνες μας σε μια εποχή που οι επιπτώσεις παγκόσμιας κρίσης είναι
πασιφανείς, η ασύμμετρη πληροφόρηση μαστίζει την λειτουργία της δημοκρατίας, οι δυσνόητες ορολογίες της απειλούν την αντιπροσωπευτικότητα της, οι ολοένα αυξανόμενοι κοινωνικοί αποκλεισμοί διαρρηγνύουν την κοινωνική συνοχή. Στην εν λόγω ταινία ξεδιπλώνονται με αριστοτεχνικό τρόπο τα αίτια που διαπλάθουν την εγκληματική προσωπικότητα του «Joker», δίνοντας μας την ευκαιρία να εξηγήσουμε πως το μερίδιο ευθύνης ορισμένων δραστών δεν είναι πάντα τόσο όσο νομίζαμε.
Τα αίτια που ωθούν ένα νέο στην εγκληματικότητα και εν γένει έναν άνθρωπο είναι μεταξύ άλλων, το ευρύτερο οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον που αναπτύσσεται , η οικογενειακή συνοχή , η ψυχική και πνευματική του κατάσταση , η οποία του επιφυλάσσει μια επιεικέστερη -όχι πάντα- δικαιική μεταχείριση.
Αναφορικά με το πρώτο αίτιο,σύμφωνα με την αποκαλούμενη «Σχολή του Σικάγο» έχει αποδειχθεί πως τα νέα παιδιά που μεγαλώνουν σε βιομηχανικές και εργατικές περιοχές έχουν περισσότερες πιθανότητες να διολισθήσουν στην εγκληματικότητα, καθώς τόσο η ανέχεια που διέπει τις οικογένειες τους, οι φτηνές και ασφυκτικές κατοικίες όσο και το γεγονός ότι εκεί διαμένουν ήδη ομοιόχνωτοιμεγαλύτερης ηλικίας που έχουν ενταχθεί σε ομάδες παραβατικότητας , διατηρώντας έτσι μια εγκληματική παράδοση , τους δίνουν το έναυσμα να διοχετεύσουν το θυμό τους αλλά και να νιώσουν το σημαντικό για το νεαρό της ηλικίας τους αίσθημα του «ανήκειν».
Η συγκυρία αυτή είτε μεμονωμένα είτε σε συνδυασμό με τις σχολικές υποεπιδόσεις και την έλλειψη οικογενειακής ασφάλειας και συνοχής αυξάνουν την ροπή των εν λόγω νέων προς το έγκλημα, με αποτέλεσμα την υιοθέτηση από αυτούς μιας «αρνητικής ταυτότητας».Παρουσιάζεται σε αυτούς το έγκλημασαν μια ευκαιρία να καταστήσουν αισθητή την παρουσία τους, μιας και μη όντας καλοί μαθητές -σε μια κοινωνία που επιβραβεύει μόνο βαθμούς και όχι αξίες – δεν έχουν άλλο τρόπο να αυτοπροσδιοριστούν σε μια ηλιακή εποχή που αναζητά ο νέος ταυτότητα , σε έναν κόσμο που βρήκε και ίσως δεν του ταιριάζει. Πορεύονται έτσι στη λογική του «αντιστέκομαι, άρα υπάρχω». Η απόκλιση αυτή από το αποδεκτό και συμβατικό πρότυπο νέου συνιστά πρωτογενή παράγοντα της περιθωριοποίησης τους. Απότοκο αυτής είναι ο στιγματισμός τους, που συμβάλλει δευτερογενώς στην παγίωση τους στο έγκλημα.
Πρόκειται για τη λεγόμενη «θεωρία της ετικέτας» όπου η κοινωνία προσάπτει ταμπέλες στους έχοντες αποκλίνουσα συμπεριφορά την οποία οι τελευταίοι μη μπορώντας να ανατρέψουν ή έστω έτσι πιστεύοντας , υιοθετούν για όλη της του ζωή με αποτέλεσμα την «ιδρυματοποίηση» τους, δηλαδή την απόκτηση της οικειότητας με το περιβάλλον της φυλακής. Στις παρυφές της θεωρίας αυτής κινείται και η «θεωρία της κοινωνικής αντίδρασης» σύμφωνα με την οποία διαπιστώνεται μια τάση της ευρύτερης κοινωνίας να εξωθεί στο περιθώριο άτομα που (απλώς) αποκλίνουν από το επίσημο θεσμικό πλαίσιο της «κανονικότητας».
Βλέπουμε λοιπόν πως η τάση της κοινωνίας να διαμορφώνει καθολικώς αποδεκτά μοντέλα ανθρώπων, προκαλεί αφόρητη πίεση σε όσους δεν μπορούν να τα ακολουθήσουν με αποτέλεσμα να εξωθούνται στο έγκλημα και την συνεπαγόμενο «εξοστρακισμό» τους.
Συνεχίζοντας η νοσηρή διατάραξη των πνευματικών λειτουργιών και η διατάραξη της συνείδησης ενός δράστη, εκτός από το να καθορίζουν την αδυναμία ανταπόκρισης των ανθρώπων αυτών στις κοινωνικές νόρμες, συνιστά και το λόγο που ο νομοθέτης έχει επιλέξει να σταθεί απέναντι τους με περισσότερη επιείκεια.
Υπάρχουν στιγμές που το δίκαιο αδυνατεί να ακολουθήσει την κοινωνία αλλά και η κοινωνία αδυνατεί να ακολουθήσει το δίκαιο. Μια από αυτές τις περιπτώσεις είναι και η περίπτωση της διαφορετικές δικαιικής μεταχείρισης των ανθρώπων με μειωμένο καταλογισμό και ακαταλόγιστο.
Πολλές φορές ως νομικοί ερχόμαστε στην δύσκολη αλλά ιερή αποστολή να εξηγήσουμε στο περίγυρο μας πως η αρχή της ισότητας επιβάλλει την ίση μεταχείριση των ίσως και την άνιση των άνισων και πως δεν μπορούμε να αξιώνουμε τα ίδια πράγματα από διαφορετικούς ανθρώπους. Το «ανθρωπίνως δύνασθαι» αλλάζει με βάση τις βιολογικά χαρακτηριστικά του καθενός αλλά και τις κοινωνικές του δεξιότητες.
Έτσι ο πάσχων από κάποια ψυχική νόσο με την πιο διευρυμένη διάσταση που έχει στο δίκαιο, δεν είναι δίκαιο και επιεικές να αντιμετωπισθεί ως ένας κοινός εγκληματίας. Διότι αφενός όσο και αν θέλει να συμμορφωθεί με τις ηθικές αξίες που ως έννομη τάξη έχουμε καθιερώσει αδυνατεί, αφετέρου δεν μπορεί πάντα να διαγνώσει τον άδικο χαρακτήρα της πράξης του.
Όπως το μόνο που μπορούμε να κάνουμε για να προστατευθούμε από τους σεισμούς είναι να χτίσουμε γερά σπίτια προληπτικά, έτσι και με αυτή την κατηγορία πολιτών και ανθρώπων μόνο η πρόληψη , το έμπρακτο και ειλικρινές ενδιαφέρον τόσο ως κοινωνία αλλά και ως δίκαιο θα μπορέσει να μας σώσει. Η εκδήλωση εγκληματικής συμπεριφοράς από ψυχικά διαταραγμένους ανθρώπους συνιστά μια βίαιη επέμβαση στην καθημερινότητα μας πίσω από την οποία όμως κρύβεται άλλοτε η δυσλειτουργία της φύσης άλλοτε της κοινωνίας.
Και χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή από την μια να μην αναλωθούμε σε μια «ντετερμινιστική αλυσιτέλεια» όπου δεν θα μπορούμε να αποδώσουμε πουθενά ευθύνες, από την άλλη να σταθούμε με σεβασμό στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια των «ασθενών» , την οποία πρέπει το δίκαιο να προστατεύει ακόμα κι όταν ο φορέας της δεν μπορεί ή δεν θέλει να το πράξει.
Το να διαταχθεί ο εγκλεισμός κάποιου σε ειδικό ψυχιατρικό κατάστημα κράτησης είναι σίγουρα το πρώτο μέτρο προστασίας της κοινωνίας από τους κινδύνους που απορρέει η πάθηση του πάσχοντος, αλλά δεν αρκεί. Το δίκαιο δεν πρέπει να μεριμνά μόνο τυπικά αλλά και εν τοις πράγμασι.
Μπορεί να καταργήσαμε την θανατική ποινή κάνοντας ένα μεγάλο βήμα για την ανθρωπότητα, αλλά ο «κοινωνικός θάνατος» καλά κρατεί. Το επόμενο βήμα που θα υψώσει το μπόι της ανθρωπότητας όπως λέει κι ο ποιητής είναι να εντάξουμε πραγματικά τους ανθρώπους στο κοινωνικό σύνολο, να αποτρέψουμε τα εγκληματογόνα αίτια που δεν τους επιτρέπουν μια ομαλή ένταξη στη δική μας κανονικότητα.
Το δίκαιο ως σύστημα εκτός από την αποστολή που έχει της ρύθμισης της κοινωνικής ζωής, της θωράκισης ύψιστων αξιών που εκφράζουν την πλειοψηφία, έχει υποχρέωση να είναι διορατικό, να προλαμβάνει ενδεχόμενους κινδύνους. Για αυτό το λόγο πρέπει από τη μια να απλώσει το πέπλο προστασίας του σε όλες τις ευπαθείς ομάδες και μειοψηφίες από την άλλη να εστιάσει στο ύψιστο αξίωμα μιας δημοκρατίας , αυτό του ενάρετου πολίτη, που δυστυχώς σήμερα μοιάζει να έχει παραχωρήσει τη θέση του στο ιδανικό πρότυπο του οικονομικώς επιτυχημένου ανθρώπου σε ένα άκρως ατομικίστικο πνεύμα της εποχής. Ούτε ένας πολίτης χαμένος για την δημοκρατία.
- O Νικόλας Παντερμαλής είναι τελειόφοιτος της Νομικής Σχολής Αθηνών. Εργάζεται σε δικηγορικό γραφείο στην Αθήνα.