Η Ελλάδα δεν θα χρεοκοπήσει, δηλώνουν οι αναλυτές της JP Morgan και της Credit Suisse. Απαντώντας σε όσους επιμένουν το τελευταίο διάστημα να χαρακτηρίζουν την προσπάθεια δημοσιονομικής προσαρμογής της χώρας ως καταδικασμένη, οι δύο οίκοι βλέπουν διέξοδο από αυτή την κρίση. Οι στόχοι της ελληνικής κυβέρνησης είναι επιτεύξιμοι, αφού και άλλες ευρωπαϊκές χώρες πέτυχαν στο παρελθόν ανάλογης έκτασης δημοσιονομική προσαρμογή, εξηγεί η Credit Suisse, ενώ η JP Morgan θεωρεί τις πιθανότητες αναδιάρθρωσης χρέους μέσα στο 2010 μηδενικές.
Ο πρόεδρος του γερμανικού οικονομικού ινστιτούτου Ifo Hans-Werner Sinn έχει χαρακτηρίσει «συνταγή για εμφύλιο πόλεμο» τη δημοσιονομική προσαρμογή που επιχειρείται στην Ελλάδα· ο Nouriel Roubini έχει μιλήσει για μια «καταδικασμένη αποστολή». Αποτυχία του προγράμματος για τη μείωση του ελλείμματος έχει προεξοφλήσει και ο καθηγητής του Χάρβαρντ Martin Feldstein, ο οποίος δήλωνε πρόσφατα ότι είναι αδύνατο να ζήσει κανείς με τα μέτρα λιτότητας που λαμβάνονται στην Ελλάδα, ενώ αμφιβολίες για την επιτυχία της ελληνικής προσπάθειας έχει εκφράσει και ο διευθύνων σύμβουλος της Deutsche Bank Josef Ackermann.
Διαφωνώντας με όσα ισχυρίζονται τους τελευταίους μήνες ξένοι οικονομολόγοι και αναλυτές, η Credit Suisse διαπιστώνει ότι η δημοσιονομική προσαρμογή που επιχειρείται στην Ελλάδα δεν είναι πρωτόγνωρη, επομένως ούτε ακατόρθωτη. Η Αθήνα καλείται να μειώσει το δημοσιονομικό της έλλειμμα κατά 12-14 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ προκειμένου να σταθεροποιήσει και τελικά να μειώσει την αναλογία του χρέους ως προς το ΑΕΠ.
Και ενώ ο ξένος Τύπος συνηθίζει να μιλά για ηράκλειο άθλο, τα στοιχεία της Credit Suisse δείχνουν ότι και άλλες ευρωπαϊκές χώρες κλήθηκαν τα προηγούμενα χρόνια να φέρουν εις πέρας ανάλογη αποστολή και οι προσπάθειές τους στέφθηκαν με επιτυχία.
Τέτοιου είδους εγχειρήματα, εξάλλου, έχουν σημειωθεί στην Ελλάδα και παλαιότερα. Κατά την πενταετία 1989-1994, το πρωτογενές ισοζύγιο της χώρας βελτιώθηκε κατά 9,6 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ, επισημαίνει η Credit Suisse, με την Αθήνα να πετυχαίνει τότε προσαρμογή που ισοδυναμούσε στο 1,9% του ΑΕΠ κάθε χρόνο. Οι αναλυτές του οίκου θεωρούν ότι καλύτερους παραλληλισμούς με τη σημερινή κατάσταση της Ελλάδας μπορεί να βρει κανείς στην παλαιότερη εμπειρία της Ιταλίας και του Βελγίου. Και αυτό γιατί οι συγκεκριμένες χώρες συντηρούσαν για χρόνια ένα χρέος που ξεπερνούσε το 100% του ΑΕΠ τους, κάτι που βοηθά τις συγκρίσεις με την περίπτωση της Ελλάδας.
Από το 1981 έως το 1997, η Ιταλία μετέτρεψε το πρωτογενές έλλειμμα του 6% σε πρωτογενές πλεόνασμα 6%, ενώ στην περίπτωση του Βελγίου, επετεύχθη σε μικρότερο χρονικό διάστημα (από το 1981 έως το 1990), βελτίωση του πρωτογενούς ισοζυγίου κατά 12 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ. Προσαρμογή περίπου 12 ποσοστιαίων μονάδων του ΑΕΠ πέτυχαν κατά τη δεκαετία του 1990 τόσο η Φινλανδία όσο και η Σουηδία.
Όπως εξηγεί η Credit Suisse, η εμπειρία του παρελθόντος δείχνει ότι κατά τα πρώτα χρόνια της δημοσιονομικής προσαρμογής, το χρέος της χώρας αυξάνεται ως ποσοστό του ΑΕΠ, έστω κι αν το πρωτογενές ισοζύγιο βελτιώνεται. «Ωστόσο, η αναλογία χρέους/ΑΕΠ υποχωρεί ση- μαντικά στη συνέχεια, καθώς το risk premium καταρρέει και η εμπιστοσύνη τονώνει και πάλι την αύξηση του ΑΕΠ», εξηγούν οι αναλυτές, απαντώντας σε όσους ισχυρίζονται ότι η προβλεπόμενη αύξηση του ελληνικού χρέους πάνω από το 140% του ΑΕΠ τα επόμενα χρόνια ισοδυναμεί με αποτυχία του προγράμματος και δεν αφήνει άλλη διέξοδο πέραν της αναδιάρθρωσης.
Η Credit Suisse αναγνωρίζει ότι στις προσπάθειες δημοσιονομικής προσαρμογής που έκαναν την τελευταία εικοσαετία οι άλλες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, είχαν στα χέρια τους ένα όπλο το οποίο η Ελλάδα δεν μπορεί σήμερα να χρησιμοποιήσει: την υποτίμηση του εθνικού νομίσματος. Όμως, οι αναλυτές του οίκου επισημαίνουν ότι η σημαντική υποχώρηση του ευρώ κατά τους τελευταίους μήνες λειτουργεί ευνοϊκά για την Ελλάδα. Την ίδια στιγμή, ως μέλος του ευρώ, η Ελλάδα απολαμβάνει την παρέμβαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στη δευτερογενή αγορά ομολόγων, η οποία βοηθά να αποκλιμακωθεί το κόστος δανεισμού της χώρας.
Γιατί δεν ταιριάζουν στη χώρα μας οι παραδοσιακές συνταγές
ΣΤΙΣ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ περιπτώσεις, η ενδεδειγμένη «συνταγή» για τη μείωση του ελλείμματος προκρίνει τη λύση της περικοπής των δαπανών έναντι της αύξησης των φόρων, καθώς έχει διαπιστωθεί ότι με τον τρόπο αυτό, η δημοσιονομική προσαρμογή έχει καλύτερες πιθανότητες να είναι επιτυχημένη και διατηρήσιμη.
Όμως, οι αναλυτές της Credit Suisse αναγνωρίζουν ότι η ελληνική περίπτωση εμφανίζει ιδιαιτερότητες. Επομένως, ο τρόπος αντιμετώπισης του ελλείμματος οφείλει να διαφέρει από τις παραδοσιακές συνταγές. Το 2009, η Ελλάδα εμφάνιζε δημόσια έσοδα που αντιστοιχούσαν μόλις στο 37% του ΑΕΠ, την ώρα που ο μέσος όρος των χωρών της Ευρωζώνης ανερχόταν στο 44% του ΑΕΠ. Γι’ αυτό ο οίκος επισημαίνει πως, παρότι η περικοπή των δαπανών είναι αναγκαία, εντούτοις, και η ενίσχυση των φορολογικών εσόδων (ειδικά μέσω της αύξησης των φόρων κατανάλωσης και της καλύτερης αντιμετώπισης της φοροδιαφυγής) θα πρέπει να παίξει σημαντικό ρόλο στην ελληνική προσπάθεια.
Μηδενική η πιθανότητα αναδιάρθρωσης χρέους βραχυπρόθεσμα
Πρακτικά μηδενική χαρακτηρίζει η JP Morgan την πιθανότητα χρεοκοπίας της Ελλάδας ή έστω αναδιάρθρωσης του χρέους για το προσεχές διάστημα. Εν μέσω καταστροφολογικών σεναρίων και ύποπτων φημών, οι αναλυτές του οίκου θεώρησαν σκόπιμο να υπενθυμίσουν ότι οι δανειακές ανάγκες της χώρας έως το 2012 καλύπτονται από το πακέτο διάσωσης του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εξάλλου, όπως εξηγούν, όλα τα εμπλεκόμενα μέρη γνωρίζουν ότι μια αναδιάρθρωση χρέους κάτω από τις συνθήκες που επικρατούν σήμερα στις αγορές θα ήταν καταστροφική· επομένως, σ’ αυτή τη φάση είναι δύσκολο να βρει κανείς επιχειρήματα υπέρ μιας τέτοιας επιλογής.
Μάλιστα, η JP Morgan θεωρεί ότι κατά πάσα πιθανότητα, η Ελλάδα θα καταφέρει να αποφύγει κάθε μορφή αναδιάρθρωσης χρέους και σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Ο οίκος δίνει 60% πιθανότητα στο σενάριο που θέλει αυτή την κρίση να αποδεικνύεται μια «λακκούβα στο δρόμο» της Ελλάδας. Με αυτό το σενάριο η χώρα θα τραβήξει το μακρύ και δύσκολο δρόμο προς την εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών μόνη της, αν και θα στηρίζεται στη ρευστότητα που προσφέρουν οι Ευρωπαίοι.
Συγκεκριμένα, η Αθήνα θα εφαρμόσει το σχέδιο δημοσιονομικής προσαρμογής, πετυχαίνοντας πρωτογενές πλεόνασμα 5% του ΑΕΠ το 2015 και διατηρώντας το στα επίπεδα αυτά για μία δεκαετία. Αυτή η εξέλιξη θα μπορέσει να μειώσει το χρέος από το 150% του ΑΕΠ το 2012 στα επίπεδα του 100% το 2025. Βλέποντας σαφείς ενδείξεις καλής θέλησης από την ελληνική κυβέρνηση, οι Ευρωπαίοι και οι αξιωματούχοι του ΔΝΤ θα επεκτείνουν την ισχύ του πακέτου διάσωσης και πέραν του 2013, προκειμένου να διευκολύνουν την προσπάθεια.
Το σενάριο που θέλει την Ελλάδα να προσπαθεί, αλλά να μην καταφέρνει να επιτύχει τους στόχους τους οποίους έχει συμφωνήσει με την Ε.Ε. και το ΔΝΤ, συγκεντρώνει πιθανότητες 30%. Σ’ αυτό το ενδεχόμενο, ο οίκος δεν αποκλείει το ενδεχόμενο οι Ευρωπαίοι εταίροι να «χαρίσουν» στη χώρα μέρος από τα έκτακτα δάνεια που εκταμίευσαν. Αυτή θα ήταν η λύση με τις λιγότερες «παρενέργειες» για τις οικονομίες και τις αγορές, ενώ θα μπορούσε να συνδυαστεί με μια ήπια και εθελοντική αναδιάρθρωση του χρέους. Ακόμα και κάτω από το σενάριο αυτό, ο οίκος υπολογίζει τις πιθανότητες αναδιάρθρωσης του χρέους μόλις σε μία στις τρεις. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του, η ζημιά την οποία θα υποστούν οι ομολογιούχοι σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα ανέρχεται στο 20-25% ενώ η χώρα θα επιστρέψει στις αγορές σε διάστημα 2-3 ετών.
Η πιο απαισιόδοξη εκδοχή
ΤΟ ΣΕΝΑΡΙΟ της «μαύρης τρύπας», το πιο αρνητικό από τα τρία που κατήρτισε η JP Morgan, εμφανίζει πιθανότητα μόλις 10%. Σ’ αυτή την περίπτωση, η Ελλάδα δεν επιδεικνύει επαρκή καλή θέληση και δεν επιτυγχάνει τους στόχους του μνημονίου, με αποτέλεσμα ΔΝΤ και Ε.Ε. να διακόψουν τη χρηματοδότηση της χώρας, μετά τη λήξη ισχύος του σημερινού πακέτου διάσωσης. Έτσι, η Ελλάδα οδηγείται σε βίαιη αναδιάρθρωση του χρέους της το 2013 και ακολουθεί βαθιά ύφεση, αφού η πλήρης έλλειψη πιστώσεων δεν αφήνει άλλη λύση από την αναγκαστική εφαρμογή ισοσκελισμένων προϋπολογισμών. Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, η ζημιά για τους κατόχους των ομολόγων θα ήταν της τάξης του 60% και η χώρα θα παρέμενε αποκλεισμένη από τις διεθνείς αγορές περίπου για μία δεκαετία.
Σε κάθε περίπτωση, η JP Morgan καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η στάση των αγορών απέναντι στην Ελλάδα είναι υπερβολικά απαισιόδοξη. Με τα ελληνικά credit default swaps (τα συμβόλαια ασφάλισης έναντι του κινδύνου χρεοκοπίας) να διαπραγματεύονται πάνω από τις 770 μονάδες βάσης, η αγορά δίνει 60-65% πιθανότητες στο σενάριο χρεοκοπίας της χώρας, υπολογίζουν οι αναλυτές. «Αυτό είναι υπερβολικό, κατά την άποψή μας, ειδικά με δεδομένη τη δέσμευση των χωρών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης να αποτρέψουν ένα τέτοιο σενάριο», εξηγεί η JP Morgan.

Το πανηγύρι της Ευαγγελίστριας – Πρόνοιας Ναυπλίου-Του Γιώργου Κόνδη
ΛΙΓΕΣ ΣΤΙΓΜΕΣ ΣΤΗ ΧΑΡΗ ΤΗΣ ΒΑΓΓΕΛΙΣΤΡΙΑΣ