Πριν λίγες ημέρες (στις 13 Οκτωβρίου) το σύνολο σχεδόν των παρατάξεων της αντιπολίτευσης του Περιφερειακού Συμβουλίου Πελοποννήσου βλέποντας τους κινδύνους για την ενεργειακή ασφάλεια της χώρας και την Πανευρωπαϊκή πρωτιά στην αύξηση των τιμών της ηλεκτρικής ενέργειας επαναφέραμε το θέμα της βίαιης απολιγνιτοποίησης και ζητήσαμε από τον κ. Περιφερειάρχη να συνεννοηθούμε επιτέλους , ώστε ομόφωνα ως Περιφερειακό Συμβούλιο Πελοπόννησο, να απαιτήσουμε από την κυβέρνηση να ακυρώσει την πολιτική της πρόωρης και βίαιης απολιγνιτοποίησης.
Ο κ. Νίκας κατά την προσφιλή τακτική του να λέει μονίμως και μονότονα «Ζήτω ο Μητσοτάκης» και με σιγουριά σαν να είναι ο άριστος γνώστης των ενεργειακών θεμάτων μας απάντησε ότι : «δεν υπάρχει λιγνίτης στη Μεγαλόπολη!!!» Και ότι «όλα η κυβέρνηση τα έχει κάνει καλώς μόνο που έχει αργήσει την πρόωρη και βίαιη απολιγνιτοποίηση»!!!
Δυστυχώς για τον κ. Περιφερειάρχη η επιλογή του, να είναι ο φανατικότερος μάλλον υποστηρικτής των επιλογών του κ. Μητσοτάκη , τον εκθέτει ανεπανόρθωτα.
Μετά από 10 ημέρες στις 23 Οκτώβρη , ο Ανεξάρτητος Διαχειριστής Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας ( ΑΔΜΗΕ) στην αναθεωρημένη εισήγηση του για την επάρκεια του ηλεκτρικού συστήματος φέτος το χειμώνα, ζητάει να είναι διαθέσιμες όλες λιγνιτικές μονάδες!!!.
Σύμφωνα με την εκτίμηση του διαχειριστή, που εστάλη όπως συμβαίνει κάθε χρόνο στη ΡΑΕ, στο διάστημα Δεκεμβρίου – Φεβρουαρίου εκτιμάται ότι θα απαιτηθεί μέγιστη ισχύς 8,8 – 9,5 GW και μέγιστη ημερήσια ενέργεια 180 – 190 GWh για την κάλυψη της ζήτησης.
Στο πλαίσιο αυτό κρίνεται ότι είναι απαραίτητη η παραγωγή από όλες τις διαθέσιμες λιγνιτικές μονάδες και συγκεκριμένα από τις 7 λιγνιτικές μονάδες ισχύος 1800MW (Αγ. Δημήτριος 1-2-3-4-5, Μελίτη, Μεγαλόπολη 4) που θα πρέπει να θεωρούνται διαθέσιμες. Σημειώνεται ότι ο Άγιος Δημήτριος 5 αναμένεται να μπει στο σύστημα στο τέλος του έτους καθώς γίνονται εργασίες αποθείωσης. Επίσης η Μεγαλόπολη 3 ζητάει να είναι διαθέσιμη από τις αρχές του 2022 για λειτουργία με μέγιστο όριο τις 120 ώρες ετησίως.
Ωστόσο, οι δυνατότητες της λιγνιτικής παραγωγής έχουν πια σημαντικά περισταλεί λόγω της βίαιης απολιγνιτοποίησης, και λόγω της πολιτικής δραστικής μείωσης των εργαζομένων μέσω εθελούσιας. Συνεπώς τα αποθέματα λιγνίτη καλύπτουν μόνο περιορισμένη και υπό όρους λειτουργία συγκεκριμένων μονάδων, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ενεργειακή επάρκεια της χώρας.
Οι εξελίξεις αυτές δείχνουν σαφώς ότι η πολιτική της βίαιης απολιγνιτοποίησης που επιλέχθηκε με μοναδικό γνώμονα την εξυπηρέτηση συγκεκριμένων ιδιωτικών συμφερόντων, δεν βγαίνει. Ο ΑΔΜΗΕ προειδοποιεί προς πάσα κατεύθυνση ότι δεν μπορούν και δεν πρόκειται να σβήσουν άλλες λιγνιτικές μονάδες αν δεν αναπληρωθούν η δυναμικότητα και η ισχύς που χάνονται από ισοδύναμη παραγωγή τα προσεχή κρίσιμα χρόνια, ενώ νέες μονάδες αερίου μάλλον θα… καθυστερήσουν να λειτουργήσουν λόγω ακριβού αερίου. Ενώ οι ΑΠΕ παραμένουν το μεγάλο ερώτημα, καθώς η συμμετοχή τους στο σύστημα, ανά πάσα στιγμή, δεν μπορεί να διασφαλιστεί.
Επιπλέον οι καταναλωτές στενάζουν καθώς η Ελλάδα είναι «πρωταθλήτρια» στην αύξηση των τιμών του ηλεκτρικού ρεύματος. Η Ελλάδα καταγράφει την υψηλότερη τιμή στην Ευρώπη στην τιμή της μεγαβατώρας αφού έφτασε στις 25 Οκτωβρίου στα 242 ευρώ όταν στη Γερμανία είναι στα 145 ευρώ, στην Τσεχία στα 146, στο Βέλγιο στα 165, στη Γαλλία στα 173 και στην Πολωνία στα 104 ευρώ.
Η τιμή του ρεύματος σε σχέση με πέρυσι έχει αυξηθεί κατά 189% αφού κατά τον μήνα Σεπτέμβριο η μέση τιμή είναι αυξημένη κατά 189% σε σχέση με τον Σεπτέμβριο του 2020. Συγκεκριμένα διαμορφώνεται στα 134,7 € / MWh από 46,6 € / MWh που ήταν τον Σεπτέμβριο του 2020.
Η σημερινή τρομακτική αύξηση του κόστους του ηλεκτρισμού στη χώρα μας οφείλεται πέραν της παγκόσμιας κρίσης ,κυρίως λόγω της εσπευσμένης διακοπής λειτουργίας σχεδόν όλων των λιγνιτικών μονάδων χωρίς την εξασφάλιση της αντικατάστασής τους από μονάδες άλλης τεχνολογίας με ισόποση παραγωγική δυνατότητα και κόστος και χωρίς εξάρτηση από εξωγενείς παράγοντες, όπως το φυσικό αέριο.
Σήμερα η λειτουργία των λιγνιτικών μονάδων είναι πολύ φθηνότερη από την αντίστοιχη των μονάδων φυσικού αερίου: υπολογίζεται ότι το κόστος των λιγνιτικών μονάδων ανέρχεται σε 125-130 ευρώ/Mwh, ενώ αν λειτουργούσε ήδη η σύγχρονη Πτολεμαΐδα 5, το κόστος θα έπεφτε περαιτέρω, κάτω από 100 ευρώ/Mwh, και μάλιστα με υψηλές τιμές CO2 στα 60 ευρώ/τόνο, όταν για τις μονάδες αερίου είναι περίπου στα 200 ευρώ!!!.
Με δεδομένη αυτή την κατάσταση γράφει σε ανταπόκριση από την Αθήνα στις 26 Οκτώβρη, η Γερμανική εφημερίδα Tageszeitung (TAZ) «Η Ελλάδα ποντάρει και πάλι στον λιγνίτη» και υποστηρίζει ότι «η συντηρητική ελληνική κυβέρνηση αντιδρά στις υψηλές τιμές του φυσικού αερίου και του πετρελαίου με μία επιστροφή στον λιγνίτη, από τον οποίο ήθελε να απαλλαγεί γρήγορα». Επικαλούμενη πρόσφατη μελέτη της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας (ΡΑΕ) στην Αθήνα η εφημερίδα επισημαίνει ότι «οι Έλληνες ανησυχούν ιδιαίτερα για την έκρηξη τιμών, κυρίως για το φυσικό αέριο και το πετρέλαιο, στις διεθνείς αγορές. Γιατί η Ελλάδα είναι υποχρεωμένη να εισάγει τα αγαθά αυτά. Όσο για την ηλιακή και αιολική ενέργεια, δεν έχουν επεκταθεί όσο θα έπρεπε και επιπλέον, ακόμη και στην Ελλάδα, δεν έχουν επαρκή απόδοση. Γι αυτό οι ελληνικές αρχές ποντάρουν και πάλι στην αξιοποίηση του λιγνίτη.»
Από τους Γερμανούς λοιπόν μαθαίνουμε ότι η κυβέρνηση θα ανακρούσει πρύμνη και θα αναγκασθεί να στραφεί στον λιγνίτη για να καλύψει τα προβλήματα που δημιουργεί η δική της πολιτική επιλογή για τη βίαιη και πρόωρη απολιγνιτοποίηση. Για να έχει η χώρα το χειμώνα ρεύμα και να μην εκτιναχθούν και άλλο οι τιμές του ηλεκτρικού στα ύψη.
Αναρωτιέμαι τι θα πει σε λίγες ημέρες ο Περιφερειάρχης Πελοποννήσου κ. Π. Νίκας όταν ο κ. Μητσοτάκης θα κάνει στη πράξη αυτά που αποκαλύπτει ο Γερμανός ανταποκριτής της Tageszeitung (TAZ); Θα έχει το θάρρος να ζητήσει συγνώμη ; Διότι όλες αυτές τις προειδοποιήσεις τις είχαμε κάνει και εμείς και πολλοί άλλοι συνάδελφοι της αντιπολίτευσης ,από τον Οκτώβρη του 2019 ,όταν για πρώτη φορά συζητήθηκε στο Περιφερειακό Συμβούλιο Πελοποννήσου η βίαιη και πρόωρη απολιγνιτοποίηση.
Ο Θανάσης Πετράκος είναι Περιφερειακός Σύμβουλος Πελοποννήσου, επικεφαλής της «Αγωνιστικής Συνεργασίας Πελοποννήσου»