Εδώ και 34 χρόνια, το μουσικό φεστιβάλ της πόλης μας αποτελεί θεσμό. Είναι μια γιορτή, μια πολιτιστική ανάσα, ένα καλοκαιρινό σημείο συνάντησης για κατοίκους, επισκέπτες και δημιουργούς. Ήταν και είναι ακόμα μια ιδέα με δυναμική. Μόνο που αυτή η ιδέα, τα τελευταία χρόνια, δείχνει να μαραζώνει.
Παρά την πάροδο του χρόνου, ένας βασικός άξονας του φεστιβάλ παρέμεινε αμετάβλητος: ο ίδιος καλλιτεχνικός διευθυντής επί 34 συναπτά έτη. Ένα πρόσωπο που αποφασίζει για όλα. Από το πρόγραμμα και τους συμμετέχοντες μέχρι την (ανύπαρκτη πλέον) επικοινωνία με το κοινό. Η ενημέρωση, όπως κάθε χρόνο, ήρθε την τελευταία στιγμή. Μια ανακοίνωση και αυτή κακογραμμένη με λάθος ημερομηνίες. Καμία σοβαρή προώθηση, καμία ουσιαστική προσπάθεια να δοθεί στο φεστιβάλ η δυναμική που του αξίζει. Χρόνο με τον χρόνο, η ποιότητα του φεστιβάλ μοιάζει να υποχωρεί, αντί να εξελίσσεται, μοιάζει να έχει χάσει τον προσανατολισμό του.
Και ξαφνικά, οι “ειδικοί”…
Όπως συμβαίνει συχνά σ’ αυτό τον τόπο, όταν κάτι δεν πάει καλά ή όταν κάποιος αποφασίζει ότι δεν πάει καλά, εμφανίζονται ως από μηχανής θεοί οι “ειδικοί” με γνώσεις αόριστες αλλά αυτοπεποίθηση άφθονη, με πολιτιστικό βιογραφικό φτιαγμένο στα μέτρα της παρέας, και με την ψευδαίσθηση ότι είναι οι μόνοι που μπορούν να σώσουν την κατάσταση.
Πρόκειται για γνωστή νοοτροπία αυτών που θεωρούν πως κατέχουν την αποκλειστικότητα της γνώσης, της αισθητικής, του πολιτισμού. Που δεν ζητούν γνώμες γιατί πιστεύουν πως ήδη έχουν όλες τις απαντήσεις.
Μόνο που ο πολιτισμός δεν ευδοκιμεί σε ελεγχόμενα περιβάλλοντα. Δεν λειτουργεί με αλαζονικές απόψεις. Χρειάζεται ελευθερία, φαντασία, συμμετοχή. Χρειάζεται να δίνεται χώρος σε νέες ιδέες, όχι να ανακυκλώνονται οι ίδιες κλειστές πρακτικές.
Αν θέλουμε το φεστιβάλ να αποκτήσει ξανά την αίγλη του, πρέπει να τολμήσουμε. Να ανοίξουμε τη συζήτηση. Να αποδεχτούμε πως 34 χρόνια είναι πολλά για να λειτουργεί ένας τόσο ζωντανός θεσμός με τον ίδιο τρόπο. Δεν μπορεί ένα φεστιβάλ να βασίζεται αποκλειστικά σε ένα πρόσωπο επί τρεις δεκαετίες. Δεν μπορεί να αγνοεί τη φωνή του κοινού, την ανάγκη για ανανέωση, τη δύναμη της εξωστρέφειας.
Αν δεν υπάρξει ουσιαστική αναθεώρηση του τρόπου οργάνωσης, αν δεν ανοιχτεί ο διάλογος, αν δεν περάσει η σκυτάλη σε νέα πρόσωπα και ιδέες, το φεστιβάλ θα συνεχίσει να φθίνει. Αν θέλουμε πραγματικά να έχει μέλλον το φεστιβάλ, οφείλει να απευθυνθεί ξανά στη νεολαία.
Δεν γράφω όλα αυτά από διάθεση απαξίωσης ούτε για να ασκήσω κριτική για χάρη της κριτικής. Αντιθέτως, τα εκφράζω ως άνθρωπος που παρακολουθεί το φεστιβάλ εδώ και 30 χρόνια, που το έχει αγαπήσει και που πραγματικά νοιάζεται για την πορεία του. Όταν ένας θεσμός μάς αφορά, αξίζει να τον κοιτάμε με ειλικρίνεια όχι για να τον αποδομήσουμε, αλλά για να τον ενισχύσουμε ουσιαστικά. Με διάλογο και φαντασία, με σεβασμό στο παρελθόν και πίστη στο μέλλον, μπορούμε να ξαναχτίσουμε ένα φεστιβάλ που εμπνέει, ενώνει και αντανακλά την πολιτιστική ψυχή της πόλης του σήμερα.
Γιώργος Δ. Χατζόπουλος